- εφικτός
- -ή, -ό (ΑΜ ἐφικτός, -ή, -όν)αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να φθάσει, προσιτός, κατορθωτός, δυνατός, πραγματοποιήσιμοςμσν.1. (για το θείο) κατανοητός2. αυτός που προσβάλλει, που πλήττειαρχ.1. φρ. α) «ἐφικτόν ἐστι» — είναι δυνατό να...β) «καθ' ὅσον ἐφικτόν» — όσο το δυνατόγ) «οἱ ἐν ἐφικτῷ τόποι» — οι τόποι που μπορεί να φθάσει, να προσεγγίσει κανείς, οι προσιτοί τόποιδ) «εἰς ἐφικτόν» — μέσα στο όριοε) «εἰς ἐφικτὸν προελθοῡσα» — αφού έφθασε στα όρια τού δυνατού.[ΕΤΥΜΟΛ. < εφ-ικ-τοςρηματ. επίθ. σε -τος, τού αρχ. ρ. εφι-κνούμαι «φθάνω, πετυχαίνω»].
Dictionary of Greek. 2013.